- μπαϊρακ(χ)τάρης
- ο(λ. τουρκ.), ο σημαιοφόρος: Πίσω από τον μπαϊρακτάρη ακολουθούσαν οι στρατιώτες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.